- παμμακάριστος
- -η, -ο (ΑΜ παμμακάριστος, -ον) [παμμάκαρ]1. ο εντελώς μακάριος, πανευτυχής2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Παμμακάριστοςπροσωνυμία τής Θεοτόκου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παμμακάριστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμακαρίστου — παμμακάριστος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμακαρίστῳ — παμμακάριστος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμακάριστε — παμμακάριστος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pammakaristos Church — Fethiye Mosque redirects here. For other uses, see Fethiye Mosque (disambiguation). Coordinates: 41°01′45″N 28°56′47″E / 41.02917°N 28.94639°E … Wikipedia
πανόλβιος — ον, ΜΑ 1. πανευτυχής, παμμακάριστος 2. ευλογημένος («πανόλβιον χρῆμα», Ευνάπ.). επίρρ... πανολβίως Α με τρόπο πανόλβιο, πανευτυχώς, με κάθε ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὄλβιος «ευτυχής» (πρβλ. πολυ όλβιος)] … Dictionary of Greek
ИКОНА — [греч. εἰκών], правосл. литургический образ. В широком понимании словом εἰκών обозначалось любое изображение, независимо от сюжета или вещества, из к рого оно создано (помимо εἰκών существовали др. обозначения И., передававшие различные оттенки… … Православная энциклопедия